- διακερματιζω
- διακερματίζωδια-κερμᾰτίζωразменивать на мелкую монету
(δραχμήν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δραχμήν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διεκερμάτισε — διακερματίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκερματίζετ' — διεκερματίζετο , διακερματίζω imperf ind mp 3rd sg διεκερματίζετε , διακερματίζω imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακερματίζηται — διακερματίζομαι get changed into small coin pres subj mp 3rd sg διακερματίζω pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακερματίσας — διακερματίσᾱς , διακερματίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)